- νεοελληνιστής
- ο, θηλ. -ίστριαειδικός επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη τής νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < Νεοέλλην + κατάλ. -ιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μερλιέ, Οκτάβ-Πιέρ — (Octave Pierre Merlier, Ρουμπέ 1897 – 1976). Γάλλος φιλόλογος, νεοελληνιστής και φιλέλληνας, σύζυγος της Μέλπως Λογοθέτη Μερλιέ. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης μετά την επιστροφή του από το μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου πολέμου.… … Dictionary of Greek
Βέης, Νίκος — (Τρίπολη 1883 – Αθήνα 1958). Βυζαντινολόγος και νεοελληνιστής. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1911 εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, στο Μόναχο αρχικά και μετά στο Βερολίνο, όπου δίδαξε παλαιογραφία, επιγραφική και ιστορία της ελληνικής … Dictionary of Greek
Βίτι, Μάριο — (Mario Vitti, Κωνσταντινούπολη 1926 –).Ιταλός φιλόλογος και νεοελληνιστής. Νέος εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου και σπούδασε. Άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία στο Ινστιτούτο Universitation Orientale της Νάπολης (1957 68), μελετώντας… … Dictionary of Greek
Έσελινγκ, Κρίστιαν — (Christian Hesseling, Άμστερνταμ 1859 – Λέιντεν 1941). Ολλανδός βυζαντινολόγος και νεοελληνιστής. Μετά τις σπουδές του στα πανεπιστήμια της πατρίδας του, παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών στο Παρίσι, όπου δίδασκε τότε ελληνικά ο … Dictionary of Greek
Κρουμπάχερ, Κάρλ — (Karl Krumbacher, Κίρναχ, Βαυαρία 1856 – Μόναχο 1909). Γερμανός βυζαντινολόγος και νεοελληνιστής. Υπήρξε θεμελιωτής των βυζαντινών φιλολογικών σπουδών. Είχε εκδηλώσει τα φιλελληνικά του αισθήματα και το ενδιαφέρον του για τη νεότερη Ελλάδα όντας… … Dictionary of Greek
Λακαριέρ, Ζακ — (Jacques Lacarrierre, Λιμόζ 1925 –). Γάλλος συγγραφέας και νεοελληνιστής. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου μελέτησε κλασική φιλολογία και στη συνέχεια επισκέφθηκε την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή. Ο πολιτισμός και η ιστορία αυτών των τόπων … Dictionary of Greek
Λεγκράν, Εμίλ — (Émile Legrand, Φοντενέ λε Μαρμιόν 1841 – Παρίσι 1903). Γάλλος νεοελληνιστής. Η οικογένειά του τον προόριζε για τον ιερατικό κλάδο, ωστόσο ο ίδιος εγκατέλειψε τον εκκλησιαστικό βίο το 1866. Τα δύο επόμενα χρόνια ολοκλήρωσε τον πρώτο κύκλο σπουδών … Dictionary of Greek
Μιλλιέξ, Ροζέ — (Roger Milliex, Μασσαλία 1913 –). Γάλλος φιλόλογος, νεοελληνιστής και δημοσιογράφος, σύζυγος της Τατιάνας Γκρίτση Μιλλιέξ (βλ. λ.). Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Εξ αν Προβάνς και μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.… … Dictionary of Greek
Περνό, Ουμβέρτος — (Pernot, 1870 – 1946). Γάλλος γλωσσολόγος και νεοελληνιστής. Φοίτησε στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών, όπου είχε δάσκαλό του τον Αιμίλιο Λεγκράν. Το 1912 διορίστηκε καθηγητής της Νεοελληνικής γλώσσας και γραμματολογίας στη Σορβόνη και από το 1925… … Dictionary of Greek
Συκουτρής, Ιωάννης — Κλασικός φιλόλογος, βυζαντινολόγος, νεοελληνιστής και φιλόσοφος (Σμύρνη 1901 Ακροκόρινθος 1937). Σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή της γενέτειρας του, στο πανεπιστήμιο της Αθήνας (1919 1922) και στα πανεπιστήμια της Λιψίας και του Βερολίνου (1925… … Dictionary of Greek